πρωταγωνιστώ

πρωταγωνιστώ
πρωταγωνιστώ, πρωταγωνίστησα βλ. πίν. 73

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • πρωταγωνιστώ — πρωταγωνιστῶ, έω, ΝΑ [πρωταγωνιστής] (για ηθοποιούς) είμαι πρωταγωνιστής, υποδύομαι το πρώτο, το κύριο πρόσωπο ενός έργου νεοελλ. μτφ. διαδραματίζω τον σημαντικότερο ρόλο, αναπτύσσω σημαντικότατη δράση σε μία υπόθεση, είμαι πρωτεργάτης,… …   Dictionary of Greek

  • πρωταγωνιστώ — πρωταγωνίστησα, είμαι πρωταγωνιστής: Στο έργο εκείνο πρωταγωνιστούσε ο Ορ. Μακρής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πρωταγωνιστῶ — πρωταγωνιστέω to be pres subj act 1st sg (attic epic doric) πρωταγωνιστέω to be pres ind act 1st sg (attic epic doric) πρωταγωνιστής one who plays the first part masc gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμπρωταγωνιστώ — έω, Ν [συμπρωταγωνιστής] πρωταγωνιστώ μαζί με άλλον σε θεατρικό ή κινηματογραφικό έργο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”